- ὀδμά
- ὀδμά̱ , ὀσμήsmellfem nom/voc/acc dualὀδμά̱ , ὀσμήsmellfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀδμάς — ὀδμά̱ς , ὀσμή smell fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπέτομαι — και προσπέταμαι Α 1. πετώ προς κάποιον ή προς κάτι 2. (για κακό ή συμφορά) ενσκήπτω («τίς γὰρ ποτ ἀρχὴ τοῡ κακοῡ προσέπτατο», Σοφ.) 3. καταλαμβάνω κάποιον αιφνιδιαστικά («τίς ἀχώ, τίς ὀδμὰ προσέπτα μ ἀφεγγής», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… … Dictionary of Greek
od-1 (*had-) — od 1 (*had ) English meaning: to smell, *have repulsive smell Deutsche Übersetzung: “riechen” Material: Arm. hot “Duft, smell, odor” (sek. o stem), hotim “rieche”, hototim “wittere”; Gk. ὄζω “rieche, dufte” (*ὄδι̯ ω, with Lat.… … Proto-Indo-European etymological dictionary